Για τον εθνικισμό: «Την Ελλάδα αγαπώ αλλά και σένα…»

Πόσο σημαντικό αυτό το “αλλά και σένα”… γιατί σηματοδοτεί πολλά. Σηματοδοτεί τη δυνατότητα για δύο αγάπες, με μια μικρή ίσως ενοχή για τη δεύτερη… όπως προδίδει αυτό το “αλλά” δίπλα στο “και σένα”. Εκφράζεται ωστόσο, η ικανότητα της αγάπης να αγαπά ξανά, να ρέει, να επιτρέπει την επανασυνάντηση με όλα όσα προηγήθηκαν και με όλα όσα θα ακολουθήσουν… με καινούργια αγαπημένα πρόσωπα, τόπους, εικόνες και εμπειρίες και στα ενδιάμεσα αυτών των συναντήσεων να μαθητεύει. Να μην καθηλώνεται σε ένα αντικείμενο, να μην υπάρχει για αυτό και δια μέσω αυτού. Να μην αρέσκεται στον φόβο για την πιθανή απώλεια του. Να μην αναζητά με μανία αποδείξεις εθνικής αυθεντικότητας και να μην «ανέχεται» καμία διαφορετικότητα. Απλώς με τρόπο αβίαστο να σέβεται τον κάθε άνθρωπο, απαλλάσσοντας τον πρωτίστως από την αντιμετώπιση του ως καημένου. Η πρόταση ανοχή στη διαφορετικότητα πάντα μου θύμιζε την απάντηση «δεν έχω πρόβλημα»… σε οποιαδήποτε πρόσκληση.
Θες να πάμε συναυλία;
Δεν έχω πρόβλημα.
Μήπως προτιμάς σινεμά;
Δεν έχω πρόβλημα.
Και τί κάνει έπειτα κάποιος που σταματά να ανέχεται; Γιατί κάποια στιγμή θα γίνει και αυτό. Και τότε τι; Καταδικάζει λόγω εθνικότητας και φυλής; Αφορίζει ή δημιουργεί στρατόπεδα συγκέντρωσης;
Όταν κάποιος αγαπά μια γη… που αποκαλεί πατρίδα… τότε αυτή του η αγάπη επιτρέπει αβίαστα… να αγαπήσει και τις πατρίδες άλλων ανθρώπων… να γνωρίσει όσα τους συνδέουν με τη δική τους γη… να γνωρίσει τον τρόπο τους να διαμορφώνουν δεσμούς μεταξύ τους στη γη αυτή… τον δικό τους τρόπο να μιλάνε για τον τόπο που γεννήθηκαν, συμφιλιώθηκαν, έπαιξαν, ερωτεύτηκαν, ρίζωσαν ή έχασαν, χωρίς να καραδοκεί πάντα ο φόβος μιας προδοσίας προς τα ιερά και τα όσια. Όποιος αγαπά τόπους πέραν του ενός δεν προδίδει… απλούστατα είναι σε θέση να μην εξαρτιέται από το αντικείμενο της αγάπης του.. να μην ταυτίζεται με αυτό και να μην υποτάσσει την ύπαρξη του σε αυτό. Είναι σε θέση να αναγνωρίσει όλα τα όμορφα που γέννησε ο τόπος του και να αναγνωρίσει όλα τα όμορφα που γεννά κάθε τόπος.
Η σύγκριση των πατρίδων του πλανήτη, για να αποφασιστεί ποια είναι καλύτερη και πια χειρότερη, μέσα από τα έργα των ανθρώπων που δημιούργησαν σε αυτές, δεν μπορεί παρά να είναι περιττή, αντανακλώντας απλώς μια μονότονη ανάγκη ιεράρχησης. Ο Ρίλκε λέει ότι η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για να ζυγώσει κάποιος τα έργα τέχνης. Μονάχα η αγάπη μπορεί να τα συλλάβει, να τ’ αγκαλιάσει, να σταθεί δίκαιη απέναντι τους.
Και πιο κάτω γράφει: …το μόνο θάρρος που ζητάνε από εμάς είναι: να σταθούμε θαρρετοί μπροστά στο Αλλόκοτο, το θαυμαστό, το Ανεξήγητο, που μπορεί να ανταμώσουμε.
Η σχέση λοιπόν του ανθρώπου με τη μητέρα πατρίδα, τον τόπο εκείνο που γνωρίζει καλά, είναι μία σχέση ελεύθερη μόνο όταν αυτός μπορέσει να ταξιδέψει πέρα από αυτή προς το ανοίκειο και το ανεξήγητο… να περιπλανηθεί σε νέους τόπους… να νοσταλγήσει… αφού εξάλλου όσο μακριά και αν πάει θα επιστρέψει.
Θα επιστρέψει εκεί που όλα θα επιστραφούν. Σε αυτή την πρώτη μήτρα όλων μας… με την οποία μας συνδέει ένας απέραντος ομφάλιος λώρος που δεν κόπηκε ποτέ… απλώς τεντώθηκε για λίγο… και έπειτα όρμησε και πάλι προς τα πίσω.. προς την Κάτω Γη… που μας ανήκει και της ανήκουμε για πάντα.
Σ αυτό το σύντομο ωστόσο τέντωμα θα ήταν σπατάλη οι συγκρίσεις… από την ώρα που τίποτα δεν μας στερεί τη δυνατότητα να αγαπήσουμε την πατρίδα και μαζί εσένα και εμένα.

Leave a Comment