“Έρως, με το σοβαρότερο νόημα σημαινει: Να ξέρουμε κάποιον, του οποίου το χρώμα πρέπει να παίρνουν τα πράγματα, αν θέλουν να φτάσουν πλήρως ως εμάς, ούτως ώστε να παύουν να είναι αδιάφορα ή φοβερά, ψυχρά ή κενά, και ακόμη και τα πλέον απειλητικά ανάμεσα τους, όπως τα κακά ζώα, με την είσοδο τους στον κήπο της Εδέμ, να πέφτουν εξημερωμένα στα πόδια μας.”Λου Αντρέας-Σαλομέ (Περί έρωτος)
Οι αδελφές της επέμεναν πως έπρεπε οπωσδήποτε να δει το πρόσωπο του.
Ήταν στη μέση και ο χρησμός, η προσταγή των Άλλων που γνωρίζουν τις μοίρες των αθώων και διαμεσολαβούν. Και ο χρησμός αυτός μίλαγε για δράκο.
“Παντρεύτηκες ένα κακό ζώο, ένα θηρίο. Ξαπλώνεις και ονειρεύεσαι αμέριμνη δίπλα από ένα τέρας”. Ξύπνα!
“Σε έκανε πυργοδέσποινα για να θαμπωθείς και να μην αναρωτιέσαι”.
Μόνο έναν νόμο είχε θέσει ανάμεσα τους εκείνος, ο άνδρας της. Να μην τον κοιτάξει ποτέ.
Τον απολάμβανε κάθε σούρουπο ως την αυγή.
Τρεμόπαιζαν μες τις σκιές ηδονικά και αθώα και αμέσως μετά αποκοιμιόταν εξημερωμένος και όλο εμπιστοσύνη στο προσκεφάλι της.
Μα εκείνη ξαγρυπνούσε από την αμφιβολία που μόλις είχε γεννηθεί. Μήπως την ξεγελούσε, μήπως δεν θα έπρεπε να ήταν τόσο ήρεμη με όσα της χάριζε και τι νόημα είχαν όλα αυτά, και ο νόμος του ακόμα αν εκείνος δεν ήταν παρά ένα θηρίο.
Πήρε το αναμένο κερί για να παρατηρήσει.
Πλησίασε, πλησίασε πολύ.
Η μικρή του φλογίτσα χαμήλωσε από το απαλό νυχτερινό αεράκι που δρόσισε την κάμαρα μα εκείνη πλησίασε το κερί πιο πολύ.
Άστραψε μπρος της το στιλπνό του σώμα. Οι φτερωτές του ωμοπλάτες, η αψεγάδιαστη όψη του.
Ο αγαπημένος γιος της ομορφιάς και του πολέμου. Ο Θεός Έρωτας.
Τρεμόπαιξαν τα δάχτυλα της και πάνω στο γυμνό του δέρμα έσταξε το κερί.
Τα βλέφαρά του άνοιξαν.
Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή ίσια στα μάτια και αμέσως μετά το βλέμμα του καρφώθηκε έξω απ’το παράθυρο τους, στον έναστρο ουρανό.
Πετάχτηκε απ’ την κλίνη τους και φτερούγισε γεμάτος οργή και μαράζι.
Προδόθηκαν!
Υπάκουσε στα πάθη και στις δεισιδαιμονίες των αδελφών της. Φοβήθηκε το πεπρωμένο του χρησμού των Άλλων και βρέθηκε τώρα να ζητάει την τιμωρία της ξεχωρίζοντας ένα προς ένα τους κόκκους της φακής και του ρυζιού. Τόσο μα τόσο προσεκτικά, έπρεπε τώρα πια να βλέπει, να παρατηρεί, να ξεδιαλύνει, καθώς το πρότερο αντίκρισμα τους ανάμεσα στα τόσα χάδια και στο τρεμάμενο αεράκι δεν ενέπνευσαν πίστη στην ψυχή της.