Υπατία

Κατέκοψαν τις σάρκες της οι δειλοί,
με κέλυφοι και κοχύλια,
όστρακα που δώρισε η μάνα της η θάλασσα
για να της φτιάξουν περιδέραιο, τον ψηλό λαιμό της να στολίσει.

Αμέτοχος παρακολουθεί ο πατέρας της,
ο ουρανός, άλλη μια κόρη του να θυσιάζεται
που τόλμησε να σηκώσει το βλέμμα της
να τον κοιτάξει και να ρωτήσει να μάθει
τα μυστικά της δόξας του.

Αυτή. Που με τον δικό της νου όριζε τη ζωή της και δεν έσκυβε το πρόσωπο,
τώρα ανάμεσα σε κόκαλα και πέτρες τσακισμένη, εκεί χάμω.

Κι όμως, η κόμη της κυματιστή και μεταξένια
ωσάν της αδερφής της Βερενίκης, αστρική ύλη, εκεί ψηλά.

Κι όμως, τα μάτια της, Αυγερινοί το ξημέρωμα να προδίδουν.

Και εδώ! Δίπλα μας! Μαζί μας! Σε κάθε σπίθα των ματιών μας ν’ αστράφτουν!